Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Ιστορίες για αγαπημένους ανθρώπους και λύκους

της Αλεξάνδρας Ζερβού,
Καθηγήτριας Παιδικής Λογοτεχνίας και
 Κλασικής Φιλολογίας στο Π.Τ.Δ.Ε. του Πανεπιστημίου Κρήτης

Το φιλί της λύκαινας της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου (Πατάκης, 2016)



Για σαράντα συνεχή χρόνια η Λότη  Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου γράφει βιβλία για μικρά και μεγάλα παιδιά, παραμύθια, μυθιστορήματα, θεωρητικά μελετήματα. Το τελευταίο αφήγημα της πολυγραφότατης συγγραφέως  μας, το δέκατο ένατο μυθιστόρημα κατά σειρά, απευθύνεται σε παιδιά, αλλά και σε μεγάλους, όπως μας πληροφορεί το οπισθόφυλλο.



   Το βιβλίο κρατάει τα δυο βασικά ατομικά  γνωρίσματα του συνολικού έργου  της συγγραφέως: Το πρώτο είναι η ακριβής συμμετρία και πειθαρχημένη συστηματικότητα στην έκθεση του αφηγηματικού υλικού. Το δεύτερο, η επανεμφάνιση ηρώων γνώριμων από παλαιότερα βιβλία της (ο αναγνώστης τούς συναντά με διαφορετικούς ρόλους και σε διαφορετικές ηλικίες), έτσι ώστε το συνολικό της έργο να διαμορφώνει μια σπονδυλωτή αφήγηση οικογενειακών ιστοριών που, θα έλεγε κανείς, συνθέτουν εν τέλει την ιστορία της Ελλάδας σε σμίκρυνση.


    Υπάρχουν κι άλλα ευρύτερα χαρακτηριστικά που τα συναντούμε σε όλη σχεδόν τη σημερινή νεανική λογοτεχνία, όχι μόνο την ελληνική, όπως είναι η αντιστροφή των γνωστών παραμυθιακών μοτίβων, ή κυρίως, η ευαισθησία για τα σύγχρονα προβλήματα και η διάθεση να προβληθεί ένα είδος «Νέου Διαφωτισμού» με τον τρόπο του Walter Benjamin, μια τάση που αντικαθιστά με επιτυχία τον άχαρο διδακτισμό των παιδικών βιβλίων του παλιού καιρού, είτε αυτά είναι εικονοκείμενα για την προσχολική ηλικία, είτε μυθιστορήματα για εφήβους. Η συγγραφέας καταθέτει, ωστόσο, τη δική της προσωπική και ιδιαίτερα επεξεργασμένη εκδοχή όλων αυτών των στοιχείων.
    Στο συγκεκριμένο κείμενο έχουμε τη γνώριμή μας κι από άλλα έργα συνάντηση ενός παππού κι ενός εγγονού. Ένα κλασικό εύρημα για να συνομιλήσουν δυο γενιές και να υφανθεί μια διασταύρωση λογοτεχνικών ειδών: ένα οικογενειακό  – ιστορικό μυθιστόρημα (roman familial) από την πλευρά του ηλικιωμένου ήρωα, ένα αφήγημα μαθητείας (roman d’ apprentissage) από την πλευρά του νεαρού. Μόνο που ο παππούς αυτός παραείναι κοσμογυρισμένος, πολύτλας και πολυπράγμων, έχει μπαρκάρει ναυτικός, έχει δουλέψει σε διεθνείς οργανισμούς, έχει καταδιωχτεί σε μέρη διάφορα, ένας ανεξίτηλος αριθμός στο χέρι του προδίδει τη φυλάκισή του από τη χούντα της Χιλής. Ένας παππούς – φορέας παγκόσμιας ιστορικότητας που, ενώ απλώς αφηγείται τη ζωή του, διδάσκει με φυσικότητα τις ωσμώσεις της πολιτικής και της οικονομίας στο παγκόσμιο στερέωμα. H αφήγησή του θυμίζει  σε μινιμαλιστική εκδοχή αυτό το σημερινό πολυσέλιδο είδος της λογοτεχνίας των ενηλίκων που ονομάστηκε μυθιστόρημα-ποταμός και ξετυλίγεται σε πάμπολλες χώρες και διαφορετικές ηπείρους (όπως το έργο «Οι Χαμένοι» του Μέντελσον).
   Ο ήρωάς μας ήταν όμως και χρόνια απών, απομακρυσμένος από το οικογενειακό περιβάλλον, παρεξηγημένος και μάλλον… κακολογημένος από τη γιαγιά- πρώην σύζυγο, τοποθετημένος σε απόσταση από τη μοναχοκόρη του - μητέρα του νεαρού, μαύρο πρόβατο της οικογένειας. Και μάλιστα, αρκετά ανορθόδοξα, αυτό το μαύρο πρόβατο υιοθετεί τώρα ένα ορφανό μωρό-θηλυκό λυκάκι ως πανέξυπνο και πιστό οικόσιτο ζώο που το περιποιείται και με τη βοήθεια του εγγονού του. Διαρθρώνεται έτσι μια ιστορία ανατροπής, αλλά και τρυφερής συνενοχής ανάμεσα σε παππού και εγγονό που γίνεται πλαίσιο για  πολλές άλλες εμπεριεχόμενες, αναθεωρημένες και μη, ιστορίες ανθρώπων και λύκων: προτείνεται ένα διαφορετικό τέλος για το έργο «O Πέτρος και ο λύκος» του Προκόφιεφ (Πέτρος ονομάζεται κι ο παππούς), παρεμβάλλεται το παραμύθι του Πρασινοκαπελάκη που είναι μια αντεστραμμένη εκδοχή της Κοκκινοσκουφίτσας, ο νεαρός διαβάζει το δημοφιλές αφήγημα, «Ο φιλόσοφος κι ο λύκος», του Mark Rowlands, παρατίθεται, μεταπλασμένο, το απόσπασμα της συνάντησης του Αγίου Φραγκίσκου με τον λύκο από τον καζαντζακικό «Φτωχούλη του θεού», ενώ γίνεται αναφορά στο αφήγημα «Η κραυγή του λύκου» του Μέλβιν Μπέρτζες.
   Ο υποψιασμένος αναγνώστης μπαίνει αμέσως στον πειρασμό να αναζητήσει τις αντηχήσεις όλων αυτών, αλλά και άλλων, αναγνώσεων μέσα στο «Φιλί της Λύκαινας». Άλλωστε η συγγραφέας μας δεν φοβάται καθόλου ούτε την αποκάλυψη των (θεμιτών και επιθυμητών βέβαια) επιδράσεων στο δικό της έργο, ούτε τη λογιοσύνη. Την τελευταία φροντίζει όμως να την παρουσιάσει με διακριτικά έως και παιγνιώδη περιγράμματα, ενώ αντιστέκεται σθεναρά στην διαδεδομένη κουλτούρα της ευκολίας που δεν κάνει καλό ούτε στο παιδικό βιβλίο, ούτε στα Γράμματά μας γενικότερα.
   Το λυκάκι της ιστορίας μας το λένε Κάλυ, η παλιά αγαπημένη συμμαθήτρια και τελικά αφοσιωμένη σύντροφος του παππού, η Αγγελική Λούπα, έχει το, κατά τον Βιργίλιο, όνομα της τροφού των μυθικών ιδρυτών της Ρώμης (Lupa), ενώ στο σχολείο οι συμμαθητές της την φώναζαν κοροϊδευτικά «Λύκαινα», o παππούς προσφωνεί «λυκόπουλο» τον εγγονό που είναι και πρόσκοπος, από λάθος το όνομα το δικό του γράφεται «Λύγκας» αντί Δίγκος στον κατάλογο των καταζητουμένων… Η συγγραφέας μεγεθύνει το γλωσσικό, ηχητικό κάποτε και παρετυμολογικό, παιχνίδι με τον τρόπο που το προσδιορίζει ο Wittgenstein: η έννοια, αλλά και η λέξη «λύκος» συμφύρονται και μεταμορφώνονται σε μια σειρά από ευρήματα που διαρθρώνουν, ποικίλλουν και βαθαίνουν την αφήγηση, έτσι ώστε το εμφανές κεντρικό θέμα του βιβλίου, η σχέση του ανθρώπου με το «άγριο» ζώο και τώρα «προστατευόμενο είδος», να είναι απλώς η πρόφαση για ένα έργο πολυδιάστατο.
   Στην πραγματικότητα παρακολουθούμε ένα πολλαπλό πλέγμα σχέσεων και συγκινησιακά φορτισμένων συναντήσεων και αναμετρήσεων που μόνο φαινομενικά είναι μη συγκρουσιακές. Συναντιούνται διαφορετικές γενιές, αναθεωρούνται οικογενειακές και άλλες σχέσεις, ο ηλικιωμένος έρχεται αντιμέτωπος με το παρελθόν του, το αγόρι με την  ιστορία του κόσμου, αλλά και με την δική του, την οικογενειακή. Επί πλέον μια σαφώς προσδιορισμένη και επίσης φορτισμένη συγχρονικότητα συμπληρώνει την ευρύτατη ιστορικότητα, γιατί  όλες αυτές οι αναμετρήσεις πραγματοποιούνται σε σημερινά, κάθε άλλο παρά ειδυλλιακά, σκηνικά, όπως η Αθήνα των αστέγων και των προσφύγων ή η ιστορική Αμφίπολη, όπου δεν είναι όλοι οι κάτοικοι αγγελικά πλασμένοι. Παρά την επιφανειακή του απλότητα το έργο είναι βαθύ και πολυεπίπεδο, προϊόν ώριμης τέχνης και πολύπειρης τεχνικής.
    Η συγγραφέας έχει φροντίσει να μας καθοδηγήσει στην εμβάθυνση του κειμένου της προβλέποντας δείκτες ανάγνωσης και ενσωματώνοντας μυστικές οδηγίες στο κείμενό της. Πάντα έμμεσα και διακριτικά, εμπιστεύεται στον νεότερο από τους δυο κεντρικούς ήρωές της  τον καθοδηγητικό ρόλο του ραβδοσκόπου, όπως θα έλεγε ο Σεφέρης. Αυτός ο εγγονός, εξελιγμένη φιγούρα του Vorbildsknabe, του τυπικού «μικρού ήρωα-προτύπου» της Παιδικής Λογοτεχνίας, όπως τον ονομάζει ο κλασικός εκπρόσωπός της Erich Kaestner, επιφορτίζεται με μια εντελώς ξεχωριστή λειτουργία. Η συγγραφέας τον προβάλλει ως ιδανικό  ακροατή, αλλά και έμμεσα ως υποδειγματικό αποδέκτη, αφού τον δείχνει να  πραγματοποιεί μια πολύ ενδιαφέρουσα  πρόσληψη των αφηγήσεων -  υποδειγματική για τον αναγνώστη.
    Αρχικά λίγο δύσπιστος, ο νεαρός ανασύρει στη μνήμη του τους a priori χαρακτηρισμούς για τον παππού-αφηγητή, όπως τους έχει ακούσει από την οικογένειά του, τους αμβλύνει, τους αναθεωρεί, ή τους επαναπροσδιορίζει. Δεν διακόπτει τη μαγεία της αφήγησης γυρεύοντας εξηγήσεις για τα πάντα, αλλά καταφεύγει αργότερα στο διαδίκτυο για να αναζητήσει συμπληρωματικές γνώσεις και πληροφορίες.  Ομολογώντας τη συγγνωστή και ευεξήγητη άγνοια της δικής του γενιάς για κοσμοϊστορικά γεγονότα, όπως ο ψυχρός πόλεμος, λέει με χαριτωμένη αφέλεια, πριν αναζητήσει τη σημασία του όρου: «Τι σημαίνει ψυχρός πόλεμος-ακούς να υπάρχουν πόλεμοι ψυχροί και θερμοί!». Αλλού  αποθησαυρίζει με ενδιαφέρον «λόγιες» λέξεις καλώντας μυστικά τον αναγνώστη να κάνει το ίδιο!
   Αργότερα, αυτός ο συγκινημένος και υπερεπαρκής ακροατής παρουσιάζεται στην ενηλικίωσή του να αναστοχάζεται και να επανερμηνεύει την αφήγηση μιλώντας επεξηγηματικά για τις «τρεις λύκαινες του παππού, την πραγματική, την αλληγορική και τη συμβολική, δηλαδή την Κάλυ, την Αγγελίνα και την Ελλάδα». Είναι φανερό πως, για χάρη του αναγνώστη της, η συγγραφέας μας  εμπιστεύθηκε τα κλειδιά για την αποκρυπτογράφηση του κειμένου της σ’ αυτόν τον λεπταίσθητο ήρωά της. Δεν διστάζει μάλιστα να τον καλέσει στο ίδιο το εργαστήρι της συγγραφής της και μαζί του βέβαια και τον αναγνώστη, για να  αποκαλύψει στον τελευταίο με παραστατικότητα, αλλά και με συμβολικό τρόπο, τα μυστικά της συγγραφικής δουλειάς. Στο καταληκτικό κεφάλαιο του βιβλίου, μετά τον θάνατο του παππού, περιγράφει την επίσκεψη του ενήλικου πλέον εγγονού στο σπίτι της. Ως εξευγενισμένη μορφή προσώπου που συγγενεύει με τη συγγραφέα «εκ φαντασίας» (κατά το εξ αίματος ή εξ αγχιστείας) της παραδίδει τις καταγραμμένες αναμνήσεις του και την παροτρύνει να τις αξιοποιήσει ως υλικό για το βιβλίο της.
   Το βιβλίο της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, έργο ώριμης τέχνης και εξελιγμένης τεχνικής, γράφτηκε σε ανθηρό ελληνικό λόγο, χωρίς να γίνεται η συνηθισμένη στα έργα για εφήβους προσπάθεια να αναπαραχθεί η ιδιόλεκτος της εφηβείας.  Είναι βιβλίο παιδαγωγικότατο κι εδώ ο όρος αυτός χρησιμοποιείται με την πιο εξευγενισμένη σημασία του. Η εξέλιξη της γραφής της εμπειρότατης και εκλεκτής συγγραφέως μας σηματοδοτεί  χαρακτηριστικά την ευτυχή εξέλιξη της Παιδικής Λογοτεχνίας στη χώρα μας.
----------
Σημ.: Δημοσιεύτηκε στο 25ο τεύχος του ηλεκτρονικού περιοδικού Fractal – Η Γεωμετρία των ιδεών: http://fractalart.gr/to-fili-tis-lykainas/