Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

Από την έμπνευση ως τον αποχωρισμό του χειρογράφου (*)


 «Πώς σας έρχεται η έμπνευση για ένα βιβλίο;» με ρωτούν κάθε τόσο μεγάλοι και μικροί αναγνώστες. Και φαίνεται ότι αυτή την ερώτηση την ακούν διαρκώς οι συγγραφείς, παντού στον κόσμο. «Γιατί μας κάνουν τόσο συχνά αυτή την ερώτηση; Τι ρωτούν στην πραγματικότητα;» γράφει πχ. η Barbara Harrisοn. «Μας ζητούν να τους εξηγήσουμε κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί προφανές, αλλά δεν είναι˙ ρωτούν για την έμπνευση, τη φαντασία, το ταλέντο˙ μας ζητούν να τους εξηγήσουμε ένα μυστήριο».(1)
 
     Ας εξηγήσω λοιπόν κι εγώ το δικό μου «μυστήριο» σχετικά με την έμπνευση. Στη δική μου περίπτωση, «εν αρχή ην το ερέθισμα». Και αυτό μού το δίνει συνήθως ο κοινωνικός περίγυρος, η πρόσφατη ιστορία ή η σύγχρονη πραγματικότητα. 'Ενα ιστορικό γεγονός που ίσως έχει μισοξεχαστεί, μια σύγχρονη κατάσταση που κάποιους συγκινεί και κάποιους όχι, ή ένα περιστατικό που προκαλεί στιγμιαία το ενδιαφέρον και τραβά φευγαλέα την προσοχή των άλλων, μεγάλων ή μικρών, εμένα μπορεί να μου προσφέρει το εύρημα, την κεντρική ιδέα μιας ιστορίας γύρω από ένα θέμα από κείνα που με απασχολούν. Και υποθέτω πως έτσι συμβαίνει με πολλούς λογοτέχνες –πεζογράφους εν προκειμένω- είτε το συνειδητοποιούν είτε όχι. Τα θέματα που τους ενδιαφέρουν βρίσκονται από καιρό εντός τους και περιμένουν την έμπνευση για να τα ενεργοποιήσει, να τα «γονιμοποιήσει», ώστε να δημιουργηθεί ο πυρήνας ενός μυθιστορήματος.

      'Οταν ο πυρήνας  δημιουργηθεί, τότε χρειάζεται η σάρκα της πλοκής για να τον ντύσει. ΄Ετσι το «ντύμα» - ο μύθος – αρχίζει να «γνέθεται». Και σύντομα είμαι σε θέση να γράψω μια μικρή, αρχική περίληψη της ιστορίας. Ωστόσο, τον τρόπο με τον οποίο θα εξελιχθούν τα πράγματα γνωρίζω ότι θα τον καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό οι χαρακτήρες που θα πάρουν μέρος στην υπόθεση. Εκείνοι θα ζήσουν τα γεγονότα – έστω και αν αυτό το “εκείνοι” σημαίνει “εγώ που θα μπω στο πετσί τους”. Επομένως εκείνοι θα αποφασίσουν για τις λεπτομέρειες, για το πώς ακριβώς θα κινηθούν και θα δράσουν.

      “Είναι πρόσωπα πραγματικά οι ήρωες των μυθιστορημάτων σας;” με ρωτούν κι εδώ μικροί και μεγάλοι. Τους εξηγώ πως έχουν γεννηθεί από την πραγματικότητα, αλλά έχουν τελικά πλαστεί από τη φαντασία μου. Τα πρώτα τους κύτταρα τις περισσότερες φορές είναι πραγματικά, ανήκουν σε μεγάλους ή μικρούς που γνώρισα στο παρελθόν ή ανήκουν στο στενό ή το ευρύτερο περιβάλλον μου τώρα.  Εξελίσσονται όμως, “μεγαλώνουν” διαφορετικά και γίνονται αλλιώτικα πρόσωπα. ΄Αλλοτε πάλι δημιουργούνται από τμήματα πραγματικών ανθρώπων, από κομμάτια και του ίδιου μου του εαυτού ακόμα, που τα συνθέτουν, τα ενσωματώνουν στο δικό τους εαυτό και διαμορφώνουν τη δική τους προσωπικότητα, καθορίζουν τη δική τους τη ζωή, αρχίζουν να υπάρχουν ως πρόσωπα ολοζώντανα.

     ΄Οπως κι αν δημιουργηθούν αρχικά, πρέπει στη συνέχεια να τους πλάσω στη φαντασία μου τόσο ζωηρά, ώστε να γνωρίζω και να μπορώ να περιγράψω κάθε τι που τους αφορά. Συχνά λοιπόν σκιαγραφώ την προσωπικότητά τους, καταγράφω τις ιδιομορφίες, τις συνήθειες, τα χαρακτηριστικά τους ή ό,τι άλλο κρίνω απαραίτητο για την ολοκλήρωση της παρουσίας τους.

     Το πλάσιμο των χαρακτήρων δεν είναι βέβαια κάτι εύκολο. Γι' αυτό κι όταν τελικά το πετύχω, έχω την αίσθηση ότι τα πρόσωπα που δημιούργησα έχουν αληθινή οντότητα, είναι για μένα πρόσωπα πραγματικά, που παραμένουν στον περίγυρό μου και αποτελούν τους "εκ φαντασίας" συγγενείς μου. Και τότε νιώθω πόσο δίκιο είχε ο Μπαλζάκ όταν ετοιμοθάνατος σιγοψιθύρισε "αν ήταν εδώ ο Μπιανσόν, θα μ' έκανε καλά!" Ο γιατρός Μπιανσόν, της Ανθρώπινης Κωμωδίας, ήταν για τον δημιουργό του το πιο κατάλληλο πρόσωπο για να δράσει σε κείνη την τόσο τραγική στιγμή!
 
Μένουν λοιπόν ολοζώντανοι κοντά μου οι χαρακτήρες που πλάθω, γι’ αυτό και συμβαίνει συχνά να μη βρίσκουν αρκετή την παρουσία τους σ' ένα μυθιστόρημά μου, αλλά να εισέρχονται και στα επόμενα, ή να εμφανίζονται φίλοι, γνωστοί, συγγενείς τους ανιόντες ή κατιόντες. 'Ετσι, τα μυθιστορήματά μου «διακλαδίζονται», χωρίς το ένα να είναι συνέχεια του άλλου. Κάθε φορά το θέμα, ο χρόνος και φυσικά οι κεντρικοί ρόλοι αλλάζουν (2).

Το να γράφω με τούτο τον δικό μου τρόπο, μιλώντας για τους δικούς μου «συγγενείς εκ φαντασίας» είναι για μένα μια ανάγκη εσωτερική, αλλά κι ένα παιχνίδι που με γοητεύει και θέλω να το μοιραστώ με τους αναγνώστες μου. Τους καλώ νοερά λοιπόν ν' ανακαλύψουν τα νήματα που συνδέουν τα μυθιστορήματά μου. Να συμπληρώσουν, αν το επιθυμούν, βιβλίο με βιβλίο, το πανόραμα των χαρακτήρων που πλάθω, σαν ένα «παζλ» που η ολοκλήρωσή του θα τους προκαλέσει ευχαρίστηση, θα τους δώσει τη χαρά της αληθινής γνωριμίας με πρόσωπα που ίσως αγάπησαν ή και ταυτίστηκαν μαζί τους, με φίλους που τους κράτησαν συντροφιά, τους παρηγόρησαν ή τους βοήθησαν έστω και λίγο να γνωρίσουν καλύτερα τον εαυτό τους ή να κατανοήσουν περισσότερο τους άλλους.

      'Οταν οι χαρακτήρες είναι έτοιμοι, αρχίζει η πρώτη γραφή. Και δεν είναι λίγες οι φορές που μπορεί να τελειώσει σύντομα, σε μερικούς μήνες. 'Ομως την πρώτη αυτή γραφή συνήθως την ακολουθεί μια δεύτερη, μια τρίτη... 'Οταν η αυθόρμητη κίνηση και η δράση των χαρακτήρων τελειώσει, όταν η ιστορία φτάσει στο τέλος της, αρχίζει η αγωνία της επεξεργασίας  - το σμίλεμα των προσώπων, ο έλεγχος της ροής, οι αλλαγές και οι βελτιώσεις εδώ κι εκεί, η επιλογή του πραγματικά ουσιώδους και η απόρριψη του επουσιώδους, ή οι προσθήκες που κρίνονται απαραίτητες, ιδίως όταν υπάρξει σκόπιμη ολιγόχρονη αποστασιοποίηση από το γραπτό, ώστε να το δει κανείς πιο εύκολα με μάτι αντικειμενικό. ΄Ολο αυτό μπορεί να κρατήσει μήνες, χρόνο ίσως...

     'Οταν γίνεται λόγος για την επεξεργασία του κειμένου, για την αγωνία του  εργαστηρίου, για δεύτερη, τρίτη γραφή, για την έγνοια της γλώσσας, υπάρχουν δημιουργοί που υποστηρίζουν ότι κάτι τέτοιο προδίδει την αρχική έμπνευση και νοθεύει το γνήσιο λογοτέχνημα. Σε τέτοιες περιπτώσεις έρχονται στο νου μου τούτες οι γραμμές του 'Εντγκαρ 'Αλαν Πόε, σχετικά με την ποιητική δημιουργία:

          Συχνά σκέφτομαι πόσο ενδιαφέρον ανάγνωσμα θα ήταν να έγραφε ένας συγγραφέας και να ανέλυε βήμα προς βήμα τη διαδικασία με την οποία κάθε μία σύνθεσή του έφτασε στην πληρότητά της. Το γιατί ένα τέτοιο κείμενο δεν έχει ποτέ δοθεί στον κόσμο δεν μπορώ να το καταλάβω. 'Iσως η παράλειψη αυτή να οφείλεται στη ματαιοδοξία των συγγραφέων παρά σ' ο,τιδήποτε άλλο. Οι περισσότεροι συγγραφείς προτιμούν ν' αφήνουν να εννοηθεί ότι συνθέτουν συνεπαρμένοι από ένα είδος υψηλής παραφροσύνης έχοντας μιαν εκστατική διαίσθηση. Και ασφαλώς θα έφριτταν αν ο κόσμος αφηνόταν να κρυφοκοιτάξει πίσω από το σκηνικό και να δει την επεξεργασία...".(3)

     Και μια σύγχρονη ξένη συγγραφέας σημειώνει:
     «Ο πολύς κόσμος πιστεύει ότι η τέχνη είναι απόλυτα προϊόν έμπνευσης. Αυτό πιστεύουν και πολλοί νεαροί αναγνώστες, που φαντάζονται τους συγγραφείς σ’ ένα είδος απευθείας μυστικής σύνδεσης με τα χείλη της Μούσας που τους  ψιθυρίζει. Η φαντασίωση αυτή υποστηρίζεται και από συγγραφείς, οι οποίοι, μη μπορώντας να περιγράψουν καλύτερα τη δημιουργική διαδικασία, λένε φράσεις όπως ‘‘Θεέ μου, οι χαρακτήρες μου αρχίζουν να μιλούν και ποτέ δεν ξέρω τι πρόκειται να πούνε’’. Ειλικρινά δεν πιστεύω σ’ αυτή τη φαντασίωση. Δε συμβαίνει κάτι τέτοιο σε μένα και δεν πιστεύω πως συμβαίνει αλήθεια και στους άλλους συγγραφείς... ΄Οταν γράφω κάτι, το γράφω με περίσκεψη. Μπαίνει σε κίνηση πολύς μηχανισμός όταν ο συγγραφέας συνθέτει παραγράφους και αυτό είναι – ή πρέπει να είναι, κατά τη γνώμη μου – το αποτέλεσμα συνειδητής δουλειάς ενός  μυαλού..... Η ρήση ‘‘δεν μπορείς να βγάλεις αίμα από την πέτρα’’ δε λέει την αλήθεια. Μπορείς. ΄Ισως το πεις μαγεία, όμως εγώ το λέω τέχνη» (4).

 


 Αίμα από την πέτρα δεν έβγαλε και ο Τσέχοφ; Γράφει ο ΄Αγγελος Τερζάκης:
«Λένε τον Γκόρκι αυτοδίδαχτο επειδή δεν έκανε άρτιες σπουδές. Αλλά μήπως διδάσκεται η Τέχνη; Πού τη σπούδασε ο Τσέχοφ; Στην Ιατρική Σχολή; ΄Εγινε δάσκαλος με την εσωτερική, επίμονη καλλιέργεια της έμφυτης καλαισθησίας του, με το να φιλοσοφεί εξαντλητικά πάνω στη δουλειά του» (5).
 
Επίπονη ή όχι, εξαντλητική ή όχι, η επεξεργασία κάποτε τελειώνει. Κι έρχεται  τότε η ώρα για τον αποχωρισμό του χειρογράφου. Ο J.B. Pristley είπε κάποτε: «Η δεύτερη περίοδος ευφορίας (του συγγραφέα) είναι όταν έχεις ολοκληρώσει τη δουλειά σου και νιώθεις σαν να έφυγε ένα βάρος από τους ώμους σου. Μέσα στο σωρό των χειρογράφων βλέπεις τότε κάτι μοναδικό, κάτι που δημιουργήθηκε μια για πάντα. ΄Επειτα το χειρόγραφο φεύγει για τον εκδότη και τον τυπογράφο κι αρχίζεις να αναρωτιέσαι για το έργο σου. Η ελπίδα αναχωρεί και με την άφιξη των δοκιμίων για διορθώσεις η απελπισία επιστρέφει...» (6).
 
     Αυτή την αγωνία του συγγραφέα για το αποτέλεσμα της δουλειάς του, αυτή την απελπισία του, πολλοί την παρομοιάζουν με την κατάθλιψη της λοχείας. ΄Οπως κι αν είναι, γεγονός παραμένει ότι το στάδιο αυτό κανένας πραγματικός συγγραφέας, πιστεύω, δεν το αποφεύγει. Είναι κάτι σαν το «τρακ» που έχουν και οι πιο διάσημοι ηθοποιοί πριν από την παράσταση, όσο απίστευτο κι αν θεωρούν οι θεατές κάτι τέτοιο. Θα παίξουν καλά; Θα ικανοποιήσουν το κοινό; Οι προηγούμενες τυχόν επιτυχίες ποτέ δεν είναι εγγύηση.Τις περισσότερες φορές ο συγγραφέας αισθάνεται απελπισμένος στη σκέψη ότι ίσως δεν κατάφερε ό,τι ακριβώς επιθυμούσε, ανησυχεί μήπως το πνευματικό του τέκνο δεν έχει τη δύναμη να επιζήσει στον κόσμο της λογοτεχνίας, όπως η λεχώνα ανησυχεί με το παραμικρό για την ικανότητα του νεογέννητου να επιζήσει και να βρει τη θέση του αργότερα στην κοινωνία. Υποσυνείδητα υποφέρει για τον αποχωρισμό της από το έμβρυο.

 ΄Ερχεται όμως η εποχή που το βιβλίο εκδίδεται πια και κυκλοφορεί, βρίσκει την απήχηση που του αρμόζει, μεγάλη ή μικρή. Και τότε, σαν παιδί που στέκεται στα πόδια του, παίρνει τον δικό του δρόμο. Ο πνευματικός «γονιός» του δεν μπορεί πια παρά να το παρακολουθεί από μακριά. Και να σκέφτεται τα γνωστά λόγια του Καρόλου Ντίκενς: "Αν στο βιβλίο μου έδωσα κάτι που μπορεί να χαρίσει μια στάλα χαράς ή παρηγοριάς σε γέρους ή μικρούς στις ώρες της δοκιμασίας, τότε θα πιστέψω πως κάτι κατάφερα - κάτι που θ’ αναθυμάμαι με ικανοποίηση στη μετέπειτα ζωή".

(*) Αναρτήθηκε στο 9ο τεύχος του ηλ. περιοδικού Fractal





Σημειώσεις:
 
1.  Στο άρθρο της « Bread, Blood, and Wings»,  στον τόμο Origins of story, ed. Barbara Harisson and Gregory Maguire, New York: McElderry Books, 1999,  σελ. 142.
2.  Σχετική είναι η διδακτορική διατριβή της ΄Ελενας Στανιού, που εκπονήθηκε  στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας με θέμα: «Διακειμενικότητα και χαρακτήρες στο μυθιστορηματικό έργο της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου».
3. Βλ. τo δοκίμιό τoυ "Η φιλοσοφία της σύνθεσης", περιοδικό ΕΥΘΥΝΗ, τ. 33, τόμoς Γ', Σεπτ. 1974,  σελ. 434.
4.  Jennifer Armstrong: “Blood from a Stone”, The Horn Book Magazine, Sept.-Oct. 2000, σελ.611-612.
5. ΄Αγγελου Τερζάκη: Σε καμπή της ιστορίας. Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα: 1995, σελ. 150-151
6. Αναφέρεται στο Author! Author!, επιμέλεια: Richard Findlater, Faber and Faber, London: 1984, σελ. 174.