Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

Βίτω Αγγελοπούλου (1914 -12.10. 2008)

 Η Βίτω – Βικτωρία ολόκληρο τ’ όνομά της -γιόρταζε τις 11 Νοεμβρίου. Το ημερολόγιο έλεγε «των Αγίων Βίκτωρος, Μηνά και Βικεντίου». Κι εμείς οι φίλοι δεν ξεχνούσαμε ποτέ να της πούμε ή να στείλουμε τις ευχές μας. Στις 12/10/2008, ένα μήνα πριν από τη γιορτή της, έφυγε για πάντα από κοντά μας. Κι εμείς οι φίλοι  δεν πάψαμε ποτέ να τη θυμόμαστε, ιδιαίτερα εκείνη τη μέρα. Στη μνήμη λοιπόν της εξαίρετης αυτής φίλης, παραθέτω ένα κείμενό μου για κείνη. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο Η Βίτω Αγγελοπούλου – Τα Παιδιά, η Παιδεία και τα Παιδικά Βιβλία – Το πολύπλευρο έργο μιας παιδαγωγού, που εκδόθηκε το 2013 (εκτός εμπορίου) στη μνήμη της με την επιμέλεια του Κυριάκου Ντελόπουλου*:

Γνώρισα τη Βίτω Αγγελοπούλου το Σεπτέμβρη του 1976, τις μέρες που γινόταν στην Αθήνα το 15ο Συνέδριο της Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίων για τη Νεότητα (ΙΒΒΥ), όπου η παρουσία της γινόταν αμέσως αισθητή. ΄Ηταν ΄Εφορος τότε του Ελληνικού Τμήματος της ΙΒΒΥ- του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, και σ’ αυτή τη θέση  παρέμεινε ως το 1986, χρονιά που ανέλαβε καθήκοντα Αντιπροέδρου.  Το 1990  εξελέγη Πρόεδρος και κόσμησε με το ήθος και την παρουσία της τον Κύκλο κατέχοντας το ύπατο αυτό αξίωμα μέχρι το 1994, οπότε αποσύρθηκε για να δώσει τη θέση της σε νεότερους αφοσιωμένους εργάτες και λάτρεις της παιδικής/νεανικής λογοτεχνίας. Συνέχισε ωστόσο να παρακολουθεί με έγνοια και ζωηρό ενδιαφέρον την πορεία και τις δραστηριότητες του Κύκλου, συμμετέχοντας όπου και όσο μπορούσε, ως Επίτιμη Πρόεδρος πια, ίσαμε το τέλος της ζωής της.
     ΄Ολ’ αυτά τα τριάντα και πλέον χρόνια πρόσφερε ολόψυχα τις εθελοντικές της υπηρεσίες  για την ανάπτυξη και την προαγωγή της παιδικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα, ως εκπαιδευτικός, βιβλιοθηκονόμος και κριτικός. Την προσφορά της αυτή, τις άοκνες προσπάθειες και  το άγρυπνο ενδιαφέρον της για τα παιδιά και τα βιβλία τους είχα την τιμή και τη χαρά να τα παρακολουθώ από πολύ κοντά, ως συνεργάτης της στον Κύκλο. Η γνώμη της ήταν οδηγός για την πορεία του, τον ορθό σχεδιασμό των δραστηριοτήτων του και την επίτευξη των στόχων του. Η παρουσία της αποτελούσε εγγύηση για την επιτυχία των εκδηλώσεων όπου την καλούσαν να συμμετάσχει, η αυστηρή κριτική της ήταν πολύτιμος οδηγός για τους νέους συγγραφείς και οι ευνοϊκές της παρουσιάσεις παιδικών βιβλίων στον Τύπο αποτελούσαν τίτλο τιμής για τους δημιουργούς τους.
 Όλα τούτα σημαίνουν ότι η επιτυχία των προσπαθειών του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού για  την ποιοτική άνοδο του επιπέδου της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας,  την εδραίωση της αξίας της στη συνείδηση του κοινωνικού συνόλου, την άνθηση και την ανάπτυξή της, οφείλεται κατά πολύ μεγάλο μέρος στη Βίτω Αγγελοπούλου, μια ξεχωριστή προσωπικότητα, έναν πραγματικό πνευματικό άνθρωπο που πάλεψε με αφοσίωση για το καλό αυτού του τόπου, με πνεύμα συνεργασίας και ενότητας, αθόρυβα, έντιμα και αποτελεσματικά.



* Σχετικό άρθρο του έχει δημοσιευτεί και την εφημερίδα Καθημερινή:

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

Απόσπασμα από το βιβλίο "Ο κόκκινος θυμός"


…΄Οταν έχει συνηθίσει κανείς να περνάει τις περισσότερες ώρες του στην τάξη, στην αυλή του σχολείου ή στο φροντιστήριο, τα χάνει λίγο μπαίνοντας σε τεράστιες, αστραφτερές αίθουσες πολυτελούς ξενοδοχείου. Μικρός, μηδαμινός ένιωσε ξάφνου εκεί μέσα ο Απελλής, παρά το ψηλό του ανάστημα. ΄Αρπαξε τη Νιόβη απ’ το χέρι, έσφιξε το ντοσιέ του με τ’ άλλο και πλησίασε το γκισέ.
     «΄Εχουμε ραντεβού στις δέκα με τον κύριο Μάικ Τζίσεν» είπε στον υπάλληλο. «΄Ηρθαμε λίγο νωρίτερα, είναι παρά δέκα, μπορούμε να περιμένουμε κάπου, αν...»
      Ο υπάλληλος τούς κοίταξε από πάνω ως κάτω με κάποια υπεροψία, σαν να μην του γέμιζαν το μάτι με τα κάπως φθαρμένα μπλουτζίν και τα χοντρά τους μπουφάν. Μάσησε ένα «περιμένετε να τον ειδοποιήσω», πάτησε το κουμπί του εσωτερικού τηλεφώνου, μίλησε χαμηλόφωνα στ’ αγγλικά κι ύστερα είπε:
    «Ανεβείτε στον όγδοο όροφο, δωμάτιο 807, ο κύριος Τζίσεν σάς περιμένει, ας είναι λίγο νωρίτερα».
     Στο ασανσέρ ένιωσε να ιδρώνει ο Απελλής, τα χέρια του μούσκεψαν, ένα σφίξιμο στο στομάχι... Αυτό να είναι άραγε ο πανικός;         
    «Μήπως έπρεπε να έρθουμε ντυμένοι διαφορετικά;» ψιθύρισε, λες και δεν ήταν μόνοι με τη Νιόβη στο θαλαμίσκο.
    «Πώς αλλιώς;» γέλασε κείνη. «Να μασκαρευτούμε κυριλέ αφού δε μας πάει;»
    Σωστά. Η ψυχραιμία της του τόνωσε την αυτοπεποίθηση. Κρατούσε τα έργα του, τα δικά του έργα, και μακάρι να του άρεσαν του περίφημου κύριου Τζίσεν. Μακάρι να ξανάλεγε όσα καλά του είχε πει από το τηλέφωνο και να επαναλάμβανε την απίστευτη πρότασή του. Αν σήμερα τα έπαιρνε πίσω όλ’ αυτά και κρατούσε στάση διαφορετική, αν για κάποιο λόγο είχε στο μεταξύ αλλάξει γνώμη, δε θα χανόταν δα κι ο κόσμος! Θα προσπαθούσε φεύγοντας να τον ξεχάσει, κι αυτόν και τις προτάσεις του, και θα γύριζε στη γνωστή του καθημερινότητα. Με το εργαστήρι του, τα διαβάσματά του, το ζεστό του το σπιτικό, τους δικούς του, το σκύλο του, τη γειτονιά του, τα κλαδεμένα του όνειρα... Και – το κυριότερο! – με τη Νιόβη πάντα δίπλα του. Και μόνο τούτο το τελευταίο λίγο ήταν στο κάτω κάτω;
     ΄Ισιωσε το κορμί κι έσπρωξε την πόρτα να βγουν από το ασανσέρ. ΄Ενιωθε πάλι ο εαυτός του. ΄Ηταν ο «πολλά υποσχόμενος ζωγράφος», όπως έλεγαν οι συνάδελφοι της Κλειώς. Ο «ευφραδής» τελειόφοιτος του Λυκείου, όπως έλεγαν οι καθηγητές του. Ο «κούκλος», όπως έλεγαν οι συμμαθήτριες της Νιόβης. Τουλάχιστον από εμφάνιση, κι ο ίδιος και η Νιόβη, έστω και με τα πρόχειρα ρούχα τους, δε θα τον απογοήτευαν τον λίγο σκυφτό και μικροκαμωμένο «μάγο» – πώς αλλιώς μπορούσε να είναι ο σχεδόν σαραντάρης κύριος Τζίσεν;
     «Δωμάτιο 807... Η πόρτα ν’ ανοίγει διάπλατα και κάτι περίεργο, κάτι σαν λάμψη να τους καθηλώνει, κάτι σαν έκπληξη να τους εμποδίζει να προχωρήσουν...
Walter Crane: Τ΄άλογα του Θεού της Θάλασσας
     ΄Ενας πανύψηλος άνθρωπος με ολόφωτο πρόσωπο και χαμόγελο λαμπερό τους υποδέχτηκε μ’ ένα θερμό «περάστε» και με τα χέρια ανοιχτά, έτοιμος θαρρείς να τους αγκαλιάσει. Από το τεράστιο παράθυρο του χώρου υποδοχής άπλετο φως έμπαινε στην άνετη «σουίτα». Μακριά στο βάθος φαινόταν ένα κομμάτι του Σαρωνικού με τα νερά του ταραγμένα μα βαθυγάλαζα. Κάτι σα σύννεφο μαγικό αισθάνθηκε ξαφνικά ο Απελλής να τον περιβάλλει, μια μεθυστική ατμόσφαιρα ν’ απλώνεται γύρω του, μια μαγεία διάχυτη να τον έλκει, μα και τον ακινητοποιεί ταυτόχρονα – ή μήπως ήταν η ιδέα του; ΄Οχι δεν ήταν, ένιωσε πλάι του και τη Νιόβη το ίδιο σαστισμένη, μαγνητισμένη, ακίνητη... «Τ’ άλογα του Θεού της Θάλασσας» ήρθε αυθόρμητα στο μυαλό του ένας πίνακας του Walter Crane….”