Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Λογοτεχνία και βιώματα

– μια σύντομη προσωπική ματιά (*)




 Συχνά μικροί και μεγάλοι αναγνώστες, όταν συναντήσουν τον συγγραφέα κάποιου ή κάποιων λογοτεχνικών βιβλίων που διάβασαν, ρωτούν αν έχουν συμβεί πραγματικά τα όσα εξιστορεί στα μυθιστορήματα ή στα διηγήματά του, αν είναι περιστατικά της δικής του ζωής, αν είναι βιώματά του – εφόσον βέβαια πρόκειται για πεζογραφήματα με αναφορές στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα ή σε πρόσφατα ιστορικά γεγονότα.

     ΄Εχοντας επισκεφθεί τα τελευταία 30 και πλέον χρόνια γύρω στα 1.000 σχολεία συνολικά (που σημαίνει τουλάχιστον 2.000 τάξεις με μέσον όρο 25 μαθητές η κάθε μια), αλλά και δεκάδες βιβλιοθήκες, όπου συνομίλησα με μεγάλο αριθμό αναγνωστών, δε θυμάμαι ούτε μία τέτοια συνάντηση που να μη μου υπέβαλε την παραπάνω ερώτηση κάποιο από τα παιδιά, ή κάποιος από τους μεγάλους, εκπαιδευτικούς ή γονείς, αν έτυχε να παρακολουθεί τη συζήτηση, σε σχέση με βιβλία μου του είδους που αναφέραμε.

     Ιδού λοιπόν τα όσα εξηγώ, με τα οποία ίσως να συμφωνήσουν πολλοί συνάδελφοί μου:

     Κατ’ αρχάς ευχαριστώ για την ερώτηση, την οποία θεωρώ κολακευτική για κάθε δημιουργό. Τις περισσότερες φορές σημαίνει ότι ο αναγνώστης βρήκε τόσο πειστική, τόσο αληθοφανή την πλοκή του μυθιστορήματος ή του διηγήματος, ώστε υποθέτει πως δεν μπορεί να πρόκειται για επινόηση, θα πρέπει όντως να έχουν συμβεί στην πραγματικότητα τα όσα διάβασε και μάλιστα να είναι βιώματα του συγγραφέα.

     Ακολουθούν οι απαραίτητες εξηγήσεις.  Τα βιώματα, δηλώνω, είναι πολύτιμα για κάθε συγγραφέα, όμως αυτά και μόνο δεν αρκούν. Προσωπικές εμπειρίες μπορεί να υπάρχουν, πρέπει ωστόσο να μεταπλαστούν, να υποστούν την απαραίτητη μετουσίωση. Για να εξηγήσω, στα παιδιά κυρίως, την ανάγκη της μυθοπλασίας (που είναι απαραίτητη ακόμα και στις αυτοβιογραφίες ως ένα βαθμό[1]), φέρνω το παράδειγμα της παρασκευής του ψωμιού. Το αλεύρι, το προζύμι, το νερό, το αλάτι, είναι υλικά "πραγματικά", όμως δε μεταβάλλονται σε ψωμί αν απλώς τα τοποθετήσουμε σε μια πήλινη λεκάνη. Χρειάζεται ζύμωμα γερό, πλάσιμο ώστε να πάρει το σχήμα που θέλουμε και ψήσιμο προσεκτικό για να μεταβληθούν τα υλικά σε ψωμί, προϊόν εξίσου πραγματικό. Ζύμωμα είναι για το λογοτέχνη η επίπονη ανάμειξη της πραγματικότητας με τη φαντασία. Πλάσιμο είναι η απόφασή του για το είδος του λογοτεχνήματος που θα προσπαθήσει να δημιουργήσει. Και ψήσιμο - που συχνά και δικό του μαρτύριο αποβαίνει - είναι η αγωνία του εργαστηρίου. Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις όπου μπαίνουν αυτούσια στα μυθιστορήματα κάποια περιστατικά, αν ταιριάζουν κι αν βρουν τη σωστή τους θέση στην πλοκή. ΄Οπως βάζουμε σταφίδες καμιά φορά στο ψωμί και γίνεται σταφιδόψωμο.

     ΄Οταν μιλώ με παιδιά του γυμνασίου για το ίδιο θέμα, τους διαβάζω καμιά φορά τα όσα είχε γράψει σε άρθρο του ο  Τέλλος ΄Αγρας:
     «Ο πεζογράφος ξεκινά απ’ το περιβάλλον. Το επεξεργάζεται στον εαυτό του και πάλι γυρίζει σ’ αυτό. Είναι τότε ο καλός σπορεύς, που σπέρνει μέσα στην πραγματικότητα τους σπόρους της φαντασίας. ΄Ομως οι σπόροι πρέπει να πιάσουν, “να σύρουν ρίζες”, όπως λέγει ο λαός. Και θα σύρουν ρίζες οι σπόροι, μόνον αν είναι από κείνα τα κοινά στοιχεία, τόσο της τέχνης όσο και της ζωής. Από κείνα που δεν ξεύρεις ακριβώς αν είναι της ζωής στοιχεία ή της τέχνης. Γιατί σ’ αυτά τελειώνει η μια κι απ’ αυτά αρχίζει η άλλη. Και πότε νομίζεις πως η τέχνη τα παίρνει έτοιμα από τη ζωή γι’ απαρχές της, πότε πάλι πιστεύεις πως από την τέχνη τα μιμείται η ζωή. Μυστική διαπίδυση ανάμεσα τέχνης και ζωής. “Σημεία υφής” θα μπορούσε να τα ονομάσει κανείς αυτά τα στοιχεία, γιατί γύρω τους πιάνεται κι υφαίνεται ο πλαστικός ιστός της πεζογραφίας κι αυτόν τον πλαστικόν ιστόν θα μπορούσε να τον ονομάσει, στο σύνολό του, μίμηση.
     »Γιατί μη νομίσει κανείς ότι αρκεί να πάρει στα χέρια του μολύβι και χαρτί κι ότι αρκεί ν’ αρχίσει να γράφει ό,τι βλέπει κι ό,τι ακούει, κι έτσι τα βρήκεν όλα! Αυτή είναι πραγματικότης, δεν είν’ όμως τέχνη. Η τέχνη, ναι, την χρειάζεται την πραγματικότητα, αλλ’ η πραγματικότης δεν είναι τέχνη, παρά σπανίως».[2]
     ΄Αλλοτε πάλι τους μιλώ για τα όσα γράφει ο Παλαμάς στην «Ποιητική» του, ως αντίδραση στις κατηγορίες που είχε  διατυπώσει εναντίον του ο Χατζόπουλος, ότι είναι εγκεφαλικός και ανειλικρινής ποιητής, επειδή η έμπνευσή του δεν προέρχεται πάντα από δικά του ψυχικά παθήματα. Λέει:
     «Η ειλικρίνεια δεν έχει νόημα στην τέχνη. Γιατί ο καλλιτέχνης – μην τρομάζετε – είναι και υποκριτής. Δώστε στη λέξη υποκριτής όλη τη δυνατή καλολογική βαρύτητα... Αντιπροσωπεύω ανθρώπους. Τα δικά μου τα βλέπω σαν ξένα και γι’ αυτό τα τραγουδώ και τα ξένα τραγουδώντας δικά μου τα κάνω».
     Υπάρχουν ωστόσο συγγραφείς που, σύμφωνα με τις ομολογίες τους, μπορούν να γράφουν μόνο για όσα έχουν ζήσει προσωπικά. Βέβαια, η “ανάπλαση” του προσωπικού μύθου μπορεί να είναι ευεργετική για τον συγγραφέα, αφού, σύμφωνα με την αφηγηματική ψυχολογία, «ανακατατάσσει» έτσι το βίο του και δίνει νέο νόημα στη ζωή του. Ως προς το αποτέλεσμα και την ποιότητα του έργου, ωστόσο, με βάζει σε σκέψεις, γιατί ενέχει κάποιους κινδύνους. Ο Νίκος Καζαντζάκης, γνωρίζοντας καλά τους κινδύνους αυτούς, έγραψε κάποτε στη Ρίτα Μπούμη-Παππά:
     "Θα ’θελα να μετουσιώνατε ακόμα περισσότερο τη ζωή και να μη γράφετε πριχού νιώσετε πως η ζωή μέσα Σας έχει γίνει παραμύθι. Εκεί που τελειώνει η ζωή κι αρχίζει να βυθίζεται στην περιοχή του ονείρου, από κει αρχίζει η Τέχνη. Τα πριν απ' το σημείο αυτό είναι σίγουρα ιδιωτική εξομολόγηση".[3]
     Μια πολύ αυστηρότερη θέση ως προς τους αυτοβιογραφούμενους συγγραφείς έχει διατυπωθεί σε φιλολογική σελίδα αθηναϊκής εφημερίδας ως εξής: «Σίγουρα δεν είναι πραγματικοί συγγραφείς όσοι απλώς αναπαράγουν προσωπικές ιστορίες. Οι πραγματικοί συγγραφείς εφευρίσκουν πραγματικότητες»[4].
     Για όλους τους λόγους που ανέφερα, με πείθουν περισσότερο οι συγγραφείς που, πέρα από τα προσωπικά τους βιώματα, με τις ειδικές "κεραίες" που εξυπακούεται ότι διαθέτουν οι προικισμένοι λογοτέχνες, έχουν την ικανότητα να συλλαμβάνουν και να νιώθουν ως δικά τους και τα βιώματα των άλλων. Διότι έτσι μπορούν να "ζουν" και σε διαφορετικές καταστάσεις ή εποχές. Και ευτυχώς που υπάρχουν τέτοιοι δημιουργοί. Διαφορετικά δεν θα είχαμε, λόγου χάρη, ιστορικά μυθιστορήματα - για να μην αναφέρουμε τις αρχαίες τραγωδίες, τα σεξπηρικά έργα ή πλήθος άλλα γνωστά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας που δεν αναφέρονται στην εποχή ή στα προσωπικά βιώματα των δημιουργών τους.
     Προσωπικά, θέλω να πιστεύω ότι όπου και όταν μετέφερα προσωπικά βιώματα στα διηγήματα ή μυθιστορήματα που έχω γράψει  η ζωή μέσα μου είχε γίνει παραμύθι”, ότι είχε πια “βυθιστεί στην περιοχή του ονείρου”, όπως συμβούλευε ο Καζαντζάκης. Ας αναφέρω μερικά παραδείγματα:
    Το βιβλίο μου Ο μικρός αδελφός βασίζεται σε προσωπικές εμπειρίες και πραγματικά περιστατικά που έζησε ο πατέρας μου ως έφηβος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όντας ένας από τους 70.000 'Ελληνες που σύρθηκαν όμηροι στη γη των τότε εχθρών μας. Τα πάθη του σε κείνη τη φρικτή δίχρονη ομηρεία, οι οδυνηρές περιπέτειες των Μακεδόνων, οι κακουχίες που στοίχισαν τη ζωή σε 58.000 από αυτούς και ο τρόπος που κατόρθωσαν να γυρίσουν τελικά στην Ελλάδα μόνον οι 12.000 που επέζησαν, ήταν η αληθινή, συγκλονιστική ιστορία που διηγόταν στον αδελφό μου κι εμένα, αντί για παραμύθι, τα κρύα βράδια της Κατοχής, όπως αργότερα και στη μικρή αδελφή μου. Iστορία σκληρή, σε χρόνια σκληρά ενός ακόμα Παγκοσμίου Πολέμου, που τυράννησε και σημάδεψε τη δική μας παιδική ηλικία. Το καλό τέλος της ιστορίας του -ο γυρισμός, το αντάμωμα με τους δικούς του, η αρχή μιας νέας ζωής στην Αθήνα- μας έδινε κουράγιο κι ελπίδα ότι και τα δικά μας βάσανα, ο δικός μας πόλεμος που κατέτρωγε τα παιδικά μας χρόνια, θα τέλειωνε μια μέρα και η ειρήνη θα επέστρεφε στον τόπο μας.
     Πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο πατέρας μου έφυγε για πάντα**, κατάλαβα πως η ιστορία του εκείνη, τα βιώματά του ανταμωμένα με τα δικά μου κι η αγάπη του για τη Μακεδονία έμεναν μέσα μου απέθαντα, ολοζώντανα. Και ήθελα να τα γράψω για τα παιδιά μου, για τα παιδιά της Ελλάδας, να μη χαθούν, να μη σβήσουν κάποτε μαζί μου κι αυτά. 'Ετσι έγινε κι έπλασα τον Μικρό Αδελφό, "παιδί" μου πνευματικό αλλά και "αδέρφι", αφού στο αφήγημα του πατέρα μου "Σερραίων Ομηρεία"[5] στηρίχτηκε και σ’ εκείνα που άκουγα παιδί από το στόμα του.
     Ως τότε, μία και μόνη φορά είχα πάει στις Σέρρες, στα εφηβικά μου χρόνια. Όταν βρέθηκα για δεύτερη φορά εκεί, το βιβλίο είχε μόλις εκδοθεί. Και τότε ο τόπος μού φάνηκε εφιαλτικά γνωστός. 'Ηξερα, θαρρείς, από πάντα πού ακριβώς είχαν πέσει οβίδες το 1916. 'Ήξερα πού βρισκόταν το παλιό Νοσοκομείο των Σερρών, πώς ήταν η πόλη τότε προτού καταστραφεί για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα χρόνια, πού βρισκόταν του παππού μου το κτήμα, πού απλωνόταν η λίμνη του Αχινού προτού την αποξηράνουν το 1928. 'Ήξερα από ποιο χωματόδρομο είχαν ξεκινήσει οι Σερραίοι όμηροι τον Iούνιο του 1917 -ήμουν τότε κι εγώ εκεί σίγουρα, είχα πάει κι εγώ μαζί με τον πατέρα μου σ’ εκείνη την ομηρεία, μόριο μέσα στα σπλάχνα του, στο μυαλό του, στα κόκαλά του. Τα είχα ζήσει, τα είχα δει με τα δικά του τα μάτια όλα εκείνα που έγραφα στο βιβλίο μου.
     Ωστόσο, με τα δικά μου τα μάτια είχα δει και κάτι ακόμα: την αγάπη για τον συνάνθρωπο και τη λαχτάρα για την ειρήνη. ΄Ετσι, η δική μου ιστορία είχε μέσα της έντονα και τούτα τα δύο στοιχεία. Στο βιβλίο μου πρωταγωνιστούν δύο αδέλφια, ο 17χρονος 'Αγγελος και ο 12χρονος Αλέξανδρος, που ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος τα χωρίζει από τους γονείς τους. Υπόσχεση δίνει ο 'Αγγελος να πάει πίσω στη μάνα του το μικρό του αδελφό, μα σέρνεται όμηρος στη γη του εχθρού, τον χάνει και οδυνηρότατες περιπέτειες αρχίζουν. Αγωνιώντας για την τύχη του μικρού, θα τον αναγνωρίζει κάθε τόσο στο πρόσωπο των παιδιών που τον έχουν ανάγκη -στον εξάδελφο πρώτα, έπειτα στον συμπολίτη, αργότερα στον συμπατριώτη, στον σύμμαχο και τελικά στο παιδί του εχθρού. Με άλλα λόγια, στο δικό μου μυθιστόρημα η ζωή του πατέρα μου εκείνα τα χρόνια “μετουσιώθηκε σε παραμύθι”, με την έννοια που έδινε ο Καζαντζάκης στη φράση.
     Αργότερα, σκηνές και μνήμες αχνές από τα μαύρα χρόνια της Κατοχής, που τα έζησα στην προσχολική και πρώτη σχολική μου ηλικία, βρήκαν τρόπο να «τρυπώσουν» στο μυθιστόρημά μου Τραγούδι για τρεις. Κι έγιναν διηγήματα στο βιβλίο μου Ο καιρός της σοκολάτας. Η παιδική και η εφηβική μου ηλικία, ανταμωμένη με την νηπιακή και την παιδική ηλικία της πρόωρα χαμένης αδερφής μου, μετουσιώθηκε στο Ένα αγγελάκι στα Εξάρχεια, βιβλίο που μπορεί να χαρακτηριστεί «μυθιστορηματική βιογραφία» - «μετουσιωμένη σε παραμύθι» όμως, θα πρόσθετα.
     Κι ακόμα, πλήθος πραγματικά περιστατικά, που έχω ζήσει η ίδια, ή που έζησαν φίλοι ή γνωστοί μου και ήταν σαν να τα έζησα προσωπικά, βρήκαν τη θέση τους στο Σπίτι για πέντε, στο Γιούσουρι στην τσέπη, ή στο Για την άλλη πατρίδα. Αλλά και πραγματικά ιστορικά γεγονότα, καθώς και συμβάντα παρμένα και από τη σύγχρονη πραγματικότητα υπάρχουν στα βιβλία μου Στο τσιμεντένιο δάσος, Λάθος, Κύριε Νόιγκερ!, Καναρίνι και μένα, Τα τέρατα του λόφου, Ο κόκκινος θυμός. Κι ακόμα, σε κομμάτια από τη ζωή των προγόνων μου, μνήμες και περιστατικά που έφτασαν ως εμένα από στόμα σε στόμα «μετουσιωμένα σε παραμύθι» κι αυτά, αποτέλεσαν βασικά στοιχεία για τα κοινωνικο-ιστορικά μυθιστόρημά μου Η προφητεία του κόκκινου κρασιού και Στη σκιά της πράσινης βασίλισσας, που γράφτηκαν «βυθισμένα στην περιοχή του ονείρου».
     Τελειώνοντας, παραθέτω μια φράση της διακεκριμένης συγγραφέως παιδικών/νεανικών βιβλίων και κριτικού Mοllie Hunter: «Δεν υπάρχει βιβλίο που να λέει κάτι αξιόλογο, αν πρώτα αυτό το κάτι δεν το είπε η ζωή στο συγγραφέα του∙ που πρέπει μέσα του να έχει σχηματίσει τη δική του φιλοσοφία, τις δικές του ιδέες, το δικό του πνεύμα. Τούτη η βασική διαδικασία πρέπει να έχει συντελεστεί από πριν, για να είναι δυνατή η λογοτεχνική δημιουργία […] και λόγω ειδικών ευθυνών, η αλήθεια τούτη αφορά πολύ περισσότερο το συγγραφέα που θέλει να γράψει για παιδιά"[6]. Ας μου επιτραπεί να διευκρινίσω και να συμπληρώσω (αυτό άλλωστε προσπάθησα να πω με όλα όσα ανέφερα παραπάνω): Αυτό το «κάτι» μπορεί να το πει στον συγγραφέα η ζωή απευθείας ή μέσω των άλλων – συγγενών, φίλων γνωστών ή ακόμη και αγνώστων, ακόμη και εχθρών. Ή μέσω των όσων διάβασε και αφομοίωσε κι έκανε δικά του με τις ιδιαίτερες ικανότητες που είναι προικισμένος, μέσω των όσων κατάφερε να «βιώσει» από άλλες εποχές, από άλλους κόσμους. Της φαντασίας ή της πραγματικότητας.
(*) Δημοσιεύτηκε στο ηλ. περιοδικό Διαδρομές, τ.114, Καλοκαίρι 2014.
(**)https://meleniko.gr/%cf%80%ce%ad%cf%84%cf%81%ce%bf%ce%b2%ce%b9%cf%84%cf%82-%ce%b5%ce%bc%ce%bc-%ce%bd%ce%b1%cf%84%ce%ac%ce%bb%ce%b7%cf%82-1899-1971/


[1]   Ο Βασίλης Αλεξάκης, σε συνέντευξη που έδωσε στην Ελένη Γκίκα, στο ηλεκτρονικό περιοδικό www.diavasame.gr  λέει: “…εγώ δεν πιστεύω ότι υπάρχουν βιβλία αυτοβιογραφικά. Δεν λένε ψέματα οι άνθρωποι, αλλά απ’ τη στιγμή που γράφεις, είσαι σε έναν άλλον κόσμο! Άρα και η αυτοβιογραφία αν είναι καλή, αναπόφευκτα θα μοιάζει με ένα μυθιστόρημα! Τα κακά μυθιστορήματα μοιάζουν με αυτοβιογραφίες!»
2 Στον τόμο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης πρόλογος – επιμέλεια: Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος. Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1979, σελ.145.
3    Βλ. ΤΡIΚΑΛIΝΑ, 4oς τόμoς, σελ. 11, Τρίκαλα 1984.
4  Από το άρθρο της Λώρης Κέζα «Στην εποχή της γραφομανίας», ΤΟ ΒΗΜΑ, Νέες Εποχές, Κυριακή, 7 Ιουλίου 1996, σελ.46/14
[5]   Σερραϊκά Χρονικά, 6ος Τόμος, 1973.
[6]   Mollie Hunter: Talent is not enough, New York, Harper & Row, 1976, σελ. 30.