Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

Όταν ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος έφτασε στην Ελλάδα



-Η ιστορία πίσω από το βιβλίο Ο μικρός αδελφός*

Από τον καιρό που άρχισα να νιώθω τον κόσμο –στα τρία, τέσσερα, πέντε μου χρόνια– η λέξη Μακεδονία σήμαινε για μένα κάτι ανείπωτα ιερό. Ήταν η λατρευτή πατρίδα του Σερραίου πατέρα μου**. Ένας τόπος που μου τον ιστορούσε πανέμορφο μα και πολύπαθο και σπαραγμένο. Μια μάνα γη που είχε αναγκαστεί βίαια να την αποχωριστεί δεκαεφτάχρονος, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όντας ένας από τους 70.000 Έλληνες που αναίτια αιχμαλωτίστηκαν και  σύρθηκαν ως "όμηροι" στη γη των τότε εχθρών μας.
    Τα πάθη του σ’ εκείνη τη φρικτή δίχρονη "ομηρεία" (που ήταν στην ουσία μια βάρβαρη αιχμαλωσία), οι οδυνηρές περιπέτειες των Μακεδόνων, οι κακουχίες που στοίχισαν τη ζωή σε 58.000 από αυτούς και ο τρόπος που κατόρθωσαν να επιζήσουν και να γυρίσουν τελικά στην πατρίδα τους οι 12.000 μονάχα ήταν η αληθινή, συγκλονιστική ιστορία που μας διηγόταν αντί για παραμύθι τα κρύα βράδια της Κατοχής. Ιστορία σκληρή, σε χρόνια σκληρά ενός ακόμα Παγκοσμίου Πολέμου που τυράννησε και σημάδεψε τη δική μας παιδική ηλικία. Το καλό τέλος της ιστορίας του –ο γυρισμός, το αντάμωμα με τους δικούς του, η αρχή μιας νέας ζωής στην Αθήνα– μας έδινε κουράγιο κι ελπίδα ότι και τα δικά μας βάσανα, και ο δικός μας πόλεμος θα τέλειωνε μια μέρα. Από τότε, από κείνα τα κρύα βράδια, χωρίς να ξέρω καν τι θα πει ειρήνη, τι σημαίνει κόσμος χωρίς πόλεμο, αφού το πρώτο που αμυδρά θυμόμουν στη ζωή μου ήταν οι σειρήνες της 28ης Οκτωβρίου του ’40, τον πόλεμο τον μίσησα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου.
    Πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο πατέρας μου έφυγε για πάντα, κατάλαβα πως η ιστορία του εκείνη, τα βιώματά του ανταμωμένα με τα δικά μου και η αγάπη του για τη Μακεδονία έμεναν μέσα μου απέθαντα, ολοζώντανα. Και ανάγκη πια ένιωθα να τα γράψω για τα παιδιά μου, για τα παιδιά της Ελλάδας, να μη χαθούν, να μη σβήσουν κάποτε μαζί μου κι αυτά.
    Έτσι έγινε κι έπλασα τον Μικρό αδελφό – «παιδί» μου πνευματικό αλλά και «αδέρφι», αφού στο αφήγημα του πατέρα μου «Σερραίων Ομηρία» στηρίχτηκε και σ’ εκείνα που άκουγα παιδί από το στόμα του. Ως τότε, ελάχιστες ήταν οι φορές που είχα πάει στη Μακεδονία- στις Σέρρες ειδικότερα ήταν μία και μόνη στα μικρά μου χρόνια. Σαν βρέθηκα όμως για δεύτερη φορά εκεί, ο τόπος μού ήταν εφιαλτικά γνωστός.Ήξερα, θαρρείς, από πάντα πού ακριβώς είχαν πέσει οβίδες το 1916. Ήξερα πού ήταν το παλιό Νοσοκομείο των Σερρών, πώς ήταν η πόλη τότε προτού καταστραφεί για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα χρόνια, πού βρισκόταν του παππού μου το κτήμα, πού απλωνόταν η λίμνη του Αχινού προτού την αποξηράνουν. Ήξερα από ποιο χωματόδρομο είχαν ξεκινήσει οι Σερραίοι όμηροι τον Ιούνιο του 1917 -ήμουν τότε κι εγώ εκεί σίγουρα, είχα πάει κι εγώ με τον πατέρα μου σ’ εκείνη την ομηρία, μόριο μέσα στα σπλάχνα του, στο μυαλό του, στα κόκαλά του. Τα είχα ζήσει, τα είχα δει με τα δικά του τα μάτια όλα εκείνα που έγραφα στο βιβλίο μου. Ωστόσο, με τα δικά μου τα μάτια είχα δει και κάτι ακόμα: την αγάπη για τον συνάνθρωπο και τη λαχτάρα για την ειρήνη. Έτσι, η δική μου ιστορία είχε μέσα της έντονα και τούτα τα δυο τα στοιχεία. 

Η λίμνη του Αχινού
    Στον Μικρό αδελφό δεν ονομάτισα τους τόπους. Αυτό ίσως γεννάει αμφιβολίες αν είναι πράγματι ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Τα παιδιά, βέβαια, εύκολα αναγνωρίζουν τη Μακεδονία και τους γείτονές της. Όμως η αλήθεια είναι ότι εκείνο που ήθελα δεν ήταν να τους δώσω ένα ακόμα ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά να τους μιλήσω παράλληλα χωρίς ωραιοποιήσεις για τον πόλεμο, που όσο αναπόφευκτος κι αν γίνεται κάποτε δεν παύει ποτέ να είναι μια κόλαση.
    Γνήσια ιστορικό ή όχι, γεγονός είναι ότι το βιβλίο είχε μεγάλη απήχηση. Έτσι αισθάνομαι πραγματική συγκίνηση, δέος θα έλεγα, όταν σκέφτομαι ότι το έχουν στη βιβλιοθήκη τους πάνω από 100.000 παιδιά, ως τώρα, στην Ελλάδα και κάμποσες χιλιάδες παιδιά μεταφρασμένο στην Ιαπωνία.
Κι έχω ήσυχη τη συνείδηση, γιατί πιστεύω πως το πνεύμα του βιβλίου δείχνει καθαρά τη γνήσια μακεδονική του ρίζα. Μιλώ για τη ρίζα που έρχεται κατευθείαν από κείνον που η Ιστορία ονόμασε Μέγα, από τον Αλέξανδρο στη στιγμή της ωριμότητας, όταν γεννήθηκε στον νου του η ιδέα μιας παγκόσμιας ειρήνης, και, ως «κοινός ήκειν θεόθεν αρμοστής και διαλλακτής των όλων νομίζων [...] πατρίδα μεν την οικουμένην προσέταξεν ηγείσθαι πάντας, ακρόπολιν δε και φρουράν το στρατόπεδον, συγγενείς δε τους αγαθούς, αλλοφύλους δε τους πονηρούς• το δ’ Ελληνικόν και βαρβαρικόν μη χλαμήδι μηδέ πέλτη μηδ’ ακινάκη μηδέ κάνδυϊ διορίζειν, αλλά το μεν Ελληνικόν αρετή το δε βαρβαρικόν κακία τεκμαίρεσθαι» όπως αναφέρει ο Πλούταρχος (Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής Α - 329C-D). Όταν, δηλαδή, πιστεύοντας ότι «ήρθε ως κοινός θεόσταλτος συμφιλιωτής και ειρηνοποιός για όλο τον κόσμο [...] όρισε σε όλους να θεωρούν πατρίδα τους την οικουμένη, ακρόπολή τους το στρατόπεδό του, συγγενικούς τους όλους τους καλούς ανθρώπους, και ξένους τους κακούς∙ δεν τους άφηνε να διακρίνουν ανάμεσα σε Έλληνες και βαρβάρους με βάση τη χλαμύδα και την πέλτη, το σπαθί ή τον μανδύα, αλλά όρισε να διαπιστώνεται το Ελληνικό στοιχείο από την αρετή του και το βαρβαρικό από τη φαυλότητά του" (μετάφρ.: Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, ΗΘIΚΑ, τόμος 9, Κάκτος 1995, σελ. 47).
___________